- περιοδικός
- -ή, -ό / περιοδικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περίοδος]αυτός που γίνεται ή εμφανίζεται σε σταθερά χρονικά διαστήματα, κατά περιόδους (α. «περιοδική λήψη πυρετούβ. «περιοδικοί κομήτες» γ. «περιοδικαὶ ὧραι»)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το περιοδικόέντυπο, συνήθως μικρότερου σχήματος από τις εφημερίδες, συχνά εικονογραφημένο, το οποίο περιλαμβάνει συλλογή διαφόρων κειμένων, όπως λ.χ. δοκίμια, άρθρα, έρευνες, ρεπορτάζ, πνευματικά παιχνίδια, και εκδίδεται σε τακτά χρονικά διαστήματα2. φρ. α) «περιοδικοί άνεμοι» — άνεμοι που πνέουν ορισμένες εποχές τού έτουςβ) «περιοδικές αντιδράσεις» χημ. κατηγορία χημικών αντιδράσεων κατά τη διάρκεια τών οποίων οι συγκεντρώσεις τών αντιδρώντων σωμάτων αποτελούν περιοδικές συναρτήσεις τού χρόνου και κάποτε και τού τόπουγ) «περιοδικές κινήσεις»φυσ. κινήσεις που επαναλαμβάνονται σε ίσα χρονικά διαστήματα, καθένα από τα οποία ονομάζεται περίοδος τής κίνησηςδ) «περιοδικές λύσεις»μαθημ. λύσεις διαφορικών ή ολοκληρωτικών εξισώσεων που είναι περιοδικές συναρτήσειςε) «περιοδική συνάρτηση»μαθημ. συνάρτηση μιας μεταβλητής που επαναλαμβάνει μια τιμή της όταν η μεταβλητή αυξάνεται κατά ένα πολλαπλάσιο μιας σταθερής ποσότηταςστ) «περιοδικός δεκαδικός αριθμός»μαθημ. αριθμός με άπειρα δεκαδικά ψηφία στον οποίο υπάρχει μια ομάδα ψηφίων τα οποία επαναλαμβάνονται κατά περίοδο έπειτα από μια ορισμένη θέση, όπως λ.χ. 0.6363... ζ) «περιοδικά φαινόμενα» φυσ. φυσικά φαινόμενα τα οποία αρχίζουν να επαναλαμβάνονται κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο τέλος ενός σταθερού χρονικού διαστήματοςη) «περιοδικό σύστημα τών στοιχείων» ή «περιοδικός πίνακας τών στοιχείων»χημ. η κατάταξη τών χημικών στοιχείων σε κάθετες και οριζόντιες στήλες ενός πίνακα με βάση τον περιοδικό νόμο, δηλαδή το γεγονός ότι εμφανίζουν περιοδικά ανάλογες ιδιότητες όταν κατατάσσονται κατ' αύξον ατομικό βάροςμσν.πλήρης, γεμάτοςαρχ.φρ. α) «περιοδικά νοσήματα» — τα νοσήματα που εμφανίζουν κρίσεις και υφέσεις σε τακτές ημέρες, όπως είναι λ.χ. ο τριταίος και τεταρταίος πυρετόςβ) «περιοδικά κῶλα» και «περιοδική συμμετρία» — λόγος που έχει γραφεί ή έχει εκφωνηθεί σε κανονικές περιόδουςγ) «περιοδικὸν μέτρον» — μετρικό σχήμα στο οποίο επαναλαμβάνονται κανονικά δάκτυλοι και σπονδείοι.επίρρ...περιοδικώς / περιοδικῶς ΝΜΑ, και περιοδικά Νμε περιοδικότητα, σε σταθερά χρονικά διαστήματααρχ.(για ύφος λόγου) με συγκρότηση σε περιόδους.
Dictionary of Greek. 2013.